- μελίνη
- μελίνη, ἡ (Α)1. το φυτό κέγχρος ο ιταλικός («τοῡ δὲ θέρεος σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον χρηΐσκοντο τῷ ὕδατι», Ηρόδ.)2. στον πληθ. αἱ μελῑναιτόπος κατάφυτος από μελίνες («τέλος δὲ και μικροὶ ὀχετοί, ὥσπερ ἐν τῇ Ἑλλάδι ἐπὶ τὰς μελίνας», Ξεν.)3. ονομασία ενός ζώου4. (κατά τον Ησύχ.) «μελίνηὀσπρίου εἶδος, ὅμοιον κέγχρῳ καὶ τοῡ πολύποδός τι μέρος».[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. δημητριακού που ανάγεται στην ΙΕ και συνδέεται με λατ. milium (< *m°liyo-), λιθουαν. malnos. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. μέλας*].
Dictionary of Greek. 2013.